- εὔχορτος
- εὔχορτος, ον, of pasture,A fattening, τοῦτο (sc. τὸ χωρίον) Arist. HA595b26; εὔχορτα πεδία Poetae ap.Poll.7.184: neut. pl. -χορτα pastures, IGRom.4.1349 ([place name] Lydia).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εύχορτος — εὔχορτος, ον (Α) 1. αυτός που παρέχει πολύ χόρτο, άφθονη βοσκή 2. (για το νερό) εύπεπτος, αυτός που συντελεί στη θρέψη, θρεπτικός, χωνευτικός 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ εὔχορτα τα βοσκοτόπια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χόρτος (ο) «κήπος, βλάστηση,… … Dictionary of Greek
εὔχορτος — fattening masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔχορτον — εὔχορτος fattening masc/fem acc sg εὔχορτος fattening neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχόρτοιο — εὔχορτος fattening masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχόρτου — εὔχορτος fattening masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔχορτα — εὔχορτος fattening neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάγχορτος — πάγχορτος, ον (Α) αυτός που περιέχει καθετί που απαιτείται για χορτασμό, για κορεσμό («σίτοισι παγχόρτοισιν ἐξενίζομεν», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + χόρτος (πρβλ. εύχορτος)] … Dictionary of Greek
ՔԱՋԱԽՈՏ — ( ) NBH 2 0984 Chronological Sequence: 6c ա. εὕχορτος foeno seu gramine abundans, pabula uber. Խոտաւէտ, ուռճացեալ խոտովք կամ դալարեօք. *Քաջախոտ եւ քաջահասկ երկիրն: Երկիրս թանձրահող, քաջաջուր քաջախոտ. Փիլ. իմաստն. եւ Փիլ. լին … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)